παμφάγον

παμφάγον
παμφάγος
all-devouring
masc/fem acc sg
παμφάγος
all-devouring
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • PHOENIX — I. PHOENIX Agenoris filius, Cadmi frater, qui Phoenicibus imperavit, a quo Phoenicia, ut quidam volunt. Frater fuit Cadmi, Cilicis et Europae, quam Iuppiterrapuit. Solinus tamen Cilicem facit Phoenicis filium, c. 38. quemadmodum Europam eiusdem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κίσσα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις εννέα Πιερίδες, κόρες του Πιέρου . Ο μύθος αναφέρει ότι μεταμορφώθηκε σε πουλί, μαζί με τις αδελφές της, επειδή τόλμη αν να συναγωνιστούν τις Μούσεςστο τραγούδι. 2. Μία από τις Υάδες, τις τροφούς του… …   Dictionary of Greek

  • παμφάγος — ο (ΑΜ παμφάγος, ον) 1. αυτός που καταβροχθίζει τα πάντα, αδηφάγος («παμφάγος Ἀλκμάν», Αλκμ.) 2. αυτός που καταστρέφει τα πάντα («παμφάγον πῡρ», Ευρ.) 3. αυτός που μπορεί να τρώγει όλες τις τροφές («παμφάγα ζώα» τα ζώα που τρέφονται τόσο με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”